-
1 эстафета
-ы θ.1. παλ. σκυτάλη, ειδικό ταχυδρομείο (συνήθως με• έφιππο). || είδηση, νέο.2. σκυταλοδρομία.(κυρλξ. κ. μτφ.) η σκυτάλη•бег с -ой η σκυταλοδρομία•
передать -у μεταδίνω τη σκυτάλη κ. μτφ. παραδίνω τη συνέχιση του έργου σε άλλους•
принимать -у παίρνω τη σκυτάλη κ. μτφ. συνεχίζω το έργο.